- νείκειον
- νεικέωquarrelimperf ind act 3rd pl (epic ionic)νεικέωquarrelimperf ind act 1st sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χολωτός — ή, όν, Α 1. ο γεμάτος θυμό, οργισμένος («νείκειον δ Ὀδυσῆα χολωτοῑσιν ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.) 2. (πιθ. στον Λουκιαν., με κυριολ. σημ.) ο γεμάτος χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος + κατάλ. ωτός (πρβλ. ὀδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek